δρασκελεύω

δρασκελεύω
βλ. δρασκελίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δρασκελίζω — και δρασκελώ ( άω) (Μ δρασκελίζω και δρασκελεύω και δρασκαλεύω) 1. διαβαίνω πάνω από κάτι έχοντας τα σκέλη ανοιχτά 2. μετρώ απόσταση με διασκελισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. δρασκελίζω < διασκελίζω < αρχ. διασκελίζομαι δρασκελώ < δρασκαλεύω <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”